- εὐάδι
- εὐάςone who criesfem dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευάς — εὐάς, άδος, ἡ (Α) [ευαί] 1. (για βακχίδα, μαινάδα) αυτή που φωνάζει ευαί, η βακχίδα, η μαινάδα («εὐάδα κούρην», ορφ. ύμν.) 2. ως επίθ. η βακχική («εὐάδι φωνῇ... γεραίρων», Νόνν.) … Dictionary of Greek